- επιπορεύομαι
- ἐπιπορεύομαι (Α) [πορεύομαι]1. βαδίζω εναντίον, πηγαίνω προς μια κατεύθυνση («ἐπιπορευόμενος ἀδεῶς ἐπόρθει τήν τε τῶν Συρακοσίων... χώραν», Πολ.)2. (με αιτ.) διανύω, διέρχομαι, διασχίζω («ξύλον ἔχοντα τήν οίκουμένην ἐπιπορεύεσθαι», Πλούτ.)3. (για στρατηγό) επισκέπτομαι, επιθεωρώ παράταξη4. διατρέχω, διέρχομαι5. (για πλανήτες) φθάνω, εισέρχομαι κάπου6. παίρνω νομικά μέτρα εναντίον κάποιου.
Dictionary of Greek. 2013.